- ακουστός
- η , ό[ν]1) громкий, слышный; 2) известный, знаменитый; популярный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκουστός — heard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ακουστός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί ν ακουστεί: Ο λόγος του ήταν ακουστός και σ αυτούς που βρίσκονταν μακριά. 2. φημισμένος, ξακουστός: Αποφάσισαν τότε να πάνε σ έναν ακουστό γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκουστόν — ἀκουστός heard masc acc sg ἀκουστός heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστοῖς — ἀκουστός heard masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστοί — ἀκουστός heard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστούς — ἀκουστός heard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστῆς — ἀκουστός heard fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστή — ἀκουστός heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστῷ — ἀκουστός heard masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)